ΒΑΡΔΟΥΝΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

Βαρδούνια ή Μπαρδούνια ονομάζεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας η περιοχή που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της επαρχίας Λακεδαίμονος του Νομού Λακωνίας και συνορεύει: βόρεια με την κοιλάδα του Ευρώτα, δυτικά με την Έξω(Μεσσηνιακή) Μάνη, νότια με την Κάτω(Λακωνική) Μάνη και ανατολικά με τα Τρίνησα και το Βασιλοπόταμο. Είναι μια περιοχή κυρίως ορεινή, το ανάγλυφο της οποίας χαρακτηρίζεται από απόκρημνες κορφές, σπηλιές, χαράδρες, κλεισούρες και αρκετά δάση. Διαρρέεται από πολλά αλλά μικρά ποτάμια, με σημαντικότερο το ποτάμι της Αγίας Μαρίνας ή ποτάμι της Άρνας ή Μπαρδουνοπόταμος, το οποίο υδροδοτεί το Γύθειο και στην αρχαιότητα ονομαζόταν Σμύνος.

Η περιοχή πήρε το όνομα της από το φερώνυμο κάστρο που βρίσκεται εντός των ορίων της και χτίστηκε μάλλον το 10ο αιώνα από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες με σκοπό τον έλεγχο των Μ(ε)ηλίγγων Σλάβων που είχαν κατακλύσει την περιοχή από τα μέσα του όγδοου αιώνα και παρενοχλούσαν τους ντόπιους κατοίκους. Η ονομασία προέρχεται ετυμολογικά κατά το Γ.Βλαχογιάννη από παραφθορά του ονόματος των Βιλεαρδουίνων, Φράγκων πριγκίπων του Μορέως, ενώ κατά το Γεράσιμο Καψάλη από την ενετική λέξη vardia, που σημαίνει φρουρά. Εμφανίστηκε πάντως στους μεσαιωνικούς χρόνους.

Συστηματική έρευνα για τη διαπίστωση αρχαίων οικισμών στην περιοχή δεν έχει γίνει. Ωστόσο, η ύπαρξη του ναού της Αθηνάς(στη θέση του μοναστηριού της Παναγιάς της Γιάτρισσας), τα ευρήματα στη θέση Άρπυα(κοντά στο χωριό Σελεγούδι), οι ενδείξεις αρχαίας λατρείας στον ποταμό Σμύνο(Δάκρυ της Βασιλοπούλας και Σπηλιά της Βασιλοπούλας), τα σημαντικά αρχαιολογικά στοιχεία που σχετίζονται με το αρχαίο έργο ύδρευσης του Γυθείου από τον ποταμό, τα αγάλματα που έχουν βρεθεί στα χωριά Πετρίνα και Προσήλιο και οι κατεστραμμένοι παλιοί οικισμοί στις θέσεις Γουλιάνικα, Τζεβελιάνικα και Παλιοχώρα υποδεικνύουν πως η Βαρδούνια κατοικήθηκε ήδη από την αρχαιότητα. Γραπτές πηγές, ιστορικά μνημεία, θρύλοι και παραδόσεις επιβεβαιώνουν, εξάλλου,  τη συνεχή κατοίκηση των χωριών της(μπαρδουνοχώρια) από τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια.

Στα χρόνια τη Βενετοκρατίας της Πελοποννήσου(1685-1715), η Βαρδούνια αποτέλεσε θέμα της επαρχίας Λακωνίας του Regno della Morea(Βασιλείου της Πελοποννήσου).Με την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715, ο μέγας βεζύρης Δαμάδ Αγάς Κιουμουρτζής, εγκατέστησε στα μπαρδουνοχώρια που βρίσκονται ανατολικού του Μπαρδουνοπόταμου εξισλαμισμένους Αλβανούς, οι οποίοι μέχρι την οριστική τους εκδίωξη το 1821 προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στους ντόπιους κατοίκους και ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση όχι μόνο με τους Μανιάτες, αλλά και με τους Τούρκους. Αντιθέτως, τα μπαρδουνοχώρια που βρίσκονται δυτικά του Μπαρδουνοπόταμου παρέμειναν αμιγώς ελληνικά και ελεύθερα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν τμήμα  της Έξω Μάνης. Για γεωγραφικούς και ιστορικού λόγους,λοιπόν, η Βαρδούνια αποτέλεσε και αποτελεί το συνδετικό κρίκο της Μάνης με την υπόλοιπη Λακωνία.

    Τα Μπαρδουνοχώρια κατά την Τουρκοκρατία ήταν τα εξής: Καστάνια, Σελεγούδι, Άγιος Νικόλαος, Κόκκινα Λουριά, Μαλτσίνα(ή Μέλισσα),Αρχοντικό στη δυτικά πλευρά(δώθε ρίζα) του Μπαρδουνοπόταμου και Ποτάμι, Παλιά Μπαρδούνια(ή Μποσινέικα), Δεσφίνα(ή Τσεσφίνα),Κάστρο της Μπαρδούνιας, Σίνα, Στροντζά(ή Προσήλιο), Ρόζοβα(ή Λεμονέα), Ζελίνα(ή Μελιτίνη), Τσέρια(ή Αγία Μαρίνα), Άρνα, Κοτσατίνα(ή Σπαρτιά), Γόλα, Γοράνοι, Πυλοβίτσα(ή Πολοβίτσα), Κουρτσούνα(ή Βασιλική), Λιαντίνα, Ποταμιά, Πρίτσα(ή Παλαιόβρυση), Τάραψα(ή Χάνια Βασιλακίου ) και Πετρίνα στην ανατολική πλευρά(πέρα ρίζα) του ποταμού. Σήμερα κάποια από αυτά έχουν εγκαταλειφθεί εντελώς. Το 1835 ανήκαν στους Δήμους Μελιτίνης, Φελίας και Κροκεών. Το 1912 χωρίστηκαν σε κοινότητες, αλλά από το 1998 και μετά διαμοιράστηκαν ανάμεσα στους Δήμους Σμύνους και Φάριδος.

Στα αξιοθέατα της περιοχής ανήκουν: το δάσος της Βασιλικής στον Ταϋγετο, το μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας, η ιερά μονή Γόλας, το μοναστήρι της Ηρωίτσας(Ροϊτσας), το κάστρο της Μπαρδούνιας, το γεφύρι της «στάρας» με το τουρκικό φυλάκιο στην ανατολική πλευρά του Μπαρδουνοπόταμου, το οποίο οριοθετούσε τα σύνορα ανάμεσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ελεύθερη Μάνη, αλλά και άλλες ιστορικές τοποθεσίες, όπως «τα χαλάσματα του Ζαχαριά» και «του Στεφανάκου η λάκκα».

Οι παραπάνω πληροφορίες αντλήθηκαν από τις ιστοσελίδες www.mani.org.gr, και www.peloponnissos.net.                                               

 

ΒΙΛΙΑ

 Η κωμόπολη των Βιλίων βρίσκεται στην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Δτυικής Αττικής και είναι χτισμένη στις πλαγιές του όρους Λεστορίου(παρώρειας στην πραγματικότητα του Κιθαιρώνα) σε υψόμετρο 600 περίπου μέτρων. Έχει σύμφωνα με την τελευταία απογραφή 3.225 κατοίκους και αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης τους οικισμούς Αιγόσθενα ή Πόρτο Γερμενό, Άνω Αλεποχώρι, Βένιζα, Κάτω Αλεποχώρι, Ψάθα, Αγία Παρασκευή, Κρύο Πηγάδι, Λούμπα, Άγιος Νεκτάριος(ή Πάτημα ή Μπέλζες ή Μαγκούλεζα), Μύτικας και Προφήτης Ηλίας και συνορεύει βόρεια με το δήμο Ερυθρών και τις κοινότητες Καπαρελίου και Πλαταιών, νότια με το δήμο Μεγάρων και ανατολικά με την κοινότητα Οινόης και το δήμο Μάνδρας, ενώ δυτικά βρέχεται από τον Αλκυόνιο κόλπο.       

Η ιστορία των Βιλίων συνδέεται άμεσα με την ιστορία των αρχαίων Αιγοσθένων. Τα Αιγόσθενα ήταν χτισμένα στα παράλια ενός όρμου του κόλπου των Αλκυονίδων και γνώρισαν μεγάλη ακμή στην περίοδο περίπου από το 1500π.Χ. ως το 700π.Χ. Ήταν σημαντικό λιμάνι στον Κορινθιακό κόλπο και αποτελούσαν λατρευτικό κέντρο του μάντη και θεραπευτή ήρωα Μελάμποδος. Το φρούριο των Αιγοσθένων, το οποίο θεωρείται το καλύτερα διατηρημένο αρχαίο κάστρο, χτίστηκε από τους Αθηναίους τον 4ο ή τον 3ο αιώνα π.Χ. Η πόλη, λόγω της θέσης της, είχε κατά την αρχαιότητα  προσαρτηθεί τόσο στη βοιωτική πόλη του Ογχησίου, όσο και στα Μέγαρα και στην Αθήνα, ενώ αποτέλεσε και ανεξάρτητο μέλος τη Αχαϊκής Συμπολιτείας και για σύντομο χρονικό διάστημα του Κοινού των Βοιωτών.

Μέχρι τον 9ο-10ο αι. μ.Χ. ο πληθυσμός των Αιγοσθένων υπήρξε αρκετά μεγάλος, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη λειτουργία της βασιλικού τύπου πεντάκλιτης εκκλησίας της Παναγίας, η οποία χτίστηκε τον 5ο αιώνα. Τα σπίτια των κατοίκων της πόλης δε βρίσκονταν στο επίπεδο έδαφος κοντά στη θάλασσα, αλλά στις πλαγιές των κοντινών βουνών, σε μια θέση που ονομάζεται Φιλίππι,   προκειμένου να μην είναι ευάλωτα στις συχνές εκείνη την εποχή πειρατικές επιδρομές. Την προστασία του οικισμού είχαν αναλάβει φρουροί εγκατεστημένοι στο κάστρο, οι οποίοι με φωτιές και καπνό ειδοποιούσαν σε περίπτωση κινδύνου το παρατηρητήριο που υπήρχε στον οικισμό, ώστε αυτό με τη σειρά του να σημάνει με τον ίδιο τρόπο συναγερμό.

Ωστόσο, ο κίνδυνος των επιδρομών ανάγκασε τελικά τους κατοίκους των Αιγοσθένων να μετακινούνται όλο και περισσότερο προς την ενδοχώρα, ώσπου το 13ο  αιώνα κατά πάσα πιθανότητα εγκαταστάθηκαν στη θέση όπου σήμερα βρίσκονται τα Βίλια και έχτισαν τους δύο πρώτους ναούς του χωριού, αυτόν του Αγίου Αθανασίου και αυτόν της Παναγίας. Η θέση επιλέχθηκε λόγω του ότι ήταν μακριά από διαβάσεις και προσβάσεις επιδρομέων, προσέφερε καλή θέα στη γύρω περιοχή, με αποτέλεσμα την έγκαιρη κινητοποίηση των κατοίκων σε περίπτωση κινδύνου, διέθετε διεξόδους για φυγή και άφθονο νερό.

Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι τα Βίλια ιδρύθηκαν από όσους κατοίκους του γειτονικού Παλαιοχωρίου δε θανατώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν κατά την καταστροφή  του από πειρατές, ωστόσο είναι πιθανότερο ότι τα δύο χωριά ιδρύθηκαν την ίδια περίπου εποχή από πρώην κατοίκους των Αιγοσθένων και, ύστερα από την καταστροφή του Παλαιοχωρίου (πιθανώς στα 1783) , οι εναπομείναντες κάτοικοί του κατέφυγαν στα Βίλια.

Πάντως, στα τέλη του 14ο τα Βίλια εποικίστηκαν από Αρβανίτες. Οι γηγενείς υποδέχτηκαν φιλικά τους νεήλυδες, οι οποίοι σύμφωνα με μία άποψη ήταν Έλληνες Βορειοηπειρώτες που είχαν εξαλβανιστεί λόγω των πυκνών επαφών τους με τους Αλβανούς, συνεργάστηκαν αρμονικά μαζί τους, έμαθαν τη γλώσσα τους και σταδιακά άρχισαν να συνάπτουν μικτούς γάμους. Έτσι, διαμορφώθηκε ένας ομοιογενής πληθυσμός που μιλούσε κυρίως αρβανίτικα, διατηρούσε ωστόσο πολλά στοιχεία της εγχώριας παράδοσης και τέχνης και, φυσικά, είχε ακραιφνώς ελληνική συνείδηση. 

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τα Βίλια, που αποτέλεσαν  το κέντρο της περιοχής του Μεγάλου Δερβενίου, όπως ονομαζόταν τότε η περιοχής της Μεγαρίδας, και έδρα του Τούρκου πασά(το τουρκικό διοικητήριο ήταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το νηπιαγωγείο του χωριού), απολάμβαναν κάποια προνόμια, καθώς οι κάτοικοι τους είχαν μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών υπογράψει συμφωνία με τους Τούρκους, βάσει της οποίας είχαν αναλάβει τη φύλαξη των δρόμων που οδηγούσαν από την Πελοπόννησο και τη Βοιωτία στην Αττική. Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι Βιλιώτες δοκιμάστηκαν από την ωμότητα των κατακτητών  . Έτσι, πολλοί (όπως ο Αθανάσιος Κων. Πλούμπης) εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, και συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση του 1821, ιδιαίτερα στις πολιορκίες της Κορίνθου, της Θήβας, της Χαλκίδας, της Λιβαδειάς και της Ακρόπολης των Αθηνών.

Λίγα χρόνια μετά από την απελευθέρωση, και συγκεκριμένα το 1835, ιδρύθηκε  με βασιλικό διάταγμα ο δήμος Ειδυλλίας, ο οποίος με τον ίδιο τρόπο μετατράπηκε το 1912 σε Κοινότητα Βιλλίων ή Βυλλίων  και το 1946 σε Δήμο Βιλιών.

Στα όρια του δήμου Βιλίων υπάρχουν αρκετά αξιοθέατα, όπως το κάστρο των Αιγοσθένων, πολλές βυζαντινές εκκλησίες και ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που χτίστηκε το 1893 με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Ωστόσο, οι σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους αξίζει να επισκεφθεί κανείς το χωριό είναι η γειτνίαση του τόσο με την Αθήνα όσο και με τις παραλίες Πόρτο Γερμενό και Ψάθα, η φυσική ομορφιά των κατάφυτων πλαγιών που το περιβάλλουν και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις «Λαμπέτεια», που διοργανώνονται απ’ τις τοπικές αρχές κάθε Αύγουστο προς τιμήν της μεγάλης Βιλιώτισσας ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη.

Σημαντικές πληροφορίες για τα Βίλια υπάρχουν στην ιστοσελίδα www.vilia.org.

 

 

Πηγές: 1) Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δυτικής Αττικής, Οδηγός Δυτικής Αττικής 2006

            2) Μελέτιος Αλκ. Παπακωνσταντίνου, Τα Βίλια στο πέρασμα του χρόνου(1821-1949), Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2006

            3) Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, τόμος 2